- ᾤκουν
- см. οἰκέω
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὤκουν — ἄ̱κουν , ἀκέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἄ̱κουν , ἀκέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤκουν — οἰκέω inhabit imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) οἰκέω inhabit imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤικουν — ᾤκουν , οἰκέω inhabit imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ᾤκουν , οἰκέω inhabit imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OLMIA — melius HOLMIA, nrbs Ciliciae Trachiae, postea Seleucia dicta. Plin. l. 5. c. 27. Seleucia supra amnem Calycadmum Trachiotis cognomine, a mari relata, ubi vocabatur Holmia, Ὅλμους et Ὅλμην alii vocârunt. Steph. Ὅλμοι πόλις τραχείας Κιλικίας, ὅπου… … Hofmann J. Lexicon universale
АВТОХТОН — • Αυτόχθων, уроженец, туземец. Αυτόχθονες жители страны, которые не переселились в нее из другой страны, но искони жили в ней (Aborigines, indigenae). Между греками гордились А. особенно аркадяне и афиняне, хотя притязания последних … Реальный словарь классических древностей
ARCTON — insul. Cyzicus ita vocabatur. Steph. a Iovis nutricibus, quas illic in ἄρκτους, i. e. ursas migrâsle tradunt. Η῍ ὅτι ὁ τόπος ἐνθηρος, καὶ ἀπὸ τȏυ ςθηρίου τῆς ἄρκτου ὠνομάςθη, ἢ διὰ τὸ ὑψηλον` τȏυ ὄρους (erat enim mons Cyzico incumbens) ἀπὶ τȏυ… … Hofmann J. Lexicon universale
Οπικός — Όπικός, ή, όν (Α) 1. βάρβαρος, βαρβαρικός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Ὀπικοί παλαιοί κάτοικοι τής νότιας Ιταλίας («ᾤκουν δὲ τὸ μὲν πρὸς τὴν Τυρρηνίαν Ὀπικοί», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κωμηδόν — (Α) επίρρ. κατά κώμες («Σικανοὶ τὸ παλαιὸν κωμηδὸν ὤκουν», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. κτην ηδόν, σμην ηδόν)] … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
προσκτίζω — Α [κτίζω] 1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῡσιν», Στράβ.) 2. παθ. προσκτίζομαι καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.) … Dictionary of Greek
Γραικοί — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Έλληνες στη λατινική γραμματεία (Graeci στους ποιητές και Grai)και έτσι τους ονομάζουν έως τώρα όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί (Greco, Grec, Greek, Grieche κλπ.). Όπως και το όνομα Έλλην, έτσι και αυτό προέρχεται από… … Dictionary of Greek